αδιύλιστος

αδιύλιστος
ος , ον недистиллированный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αδιύλιστος" в других словарях:

  • αδιύλιστος — η, ο (Α ἀδιύλιστος, ον) [διυλίζω] αυτός που δεν έχει διυλιστεί, αφιλτράριστος νεοελλ. ο ανεπίδεκτος διυλίσεως …   Dictionary of Greek

  • αδιύλιστος — η, ο αστράγγιχτος, αφιλτράριστος: Το νερό όταν είναι αδιύλιστο περιέχει ξένα σώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιυλίστου — ἀδιύλιστος not strained masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιήθητος — η, ο (Α ἀδιήθητος, ον) [διηθῶ] αδιύλιστος, αφιλτράριστος, αστράγγιστος …   Dictionary of Greek

  • αλαμπικάριστος — η, ο 1. ο μη αποσταγμένος, ο αδιύλιστος 2. αυτός που δεν κατακάθισε, ακαταστάλαχτος, θολός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + λαμπικαριστός < λαμπικαρίζω, λαμπικάρω*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»